- σερ(γ)ιάνι, το
- σερ(γ)ιάνι, το και σιρ(γ)ιάνι, το (λ. τουρκ.), περίπατος, βόλτα: Βγήκε για σεργιάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.